γιωργος καλλεργης
————————–
κάποτε σε ένα bar
έπληττα θανάσιμα
κι άδειαζα το ‘να ποτήρι
μετά το άλλο..
η ώρα περνούσε
ο πάγκος γέμιζε και άδειαζε πτώματα
εγώ παρέμενα σταθερός
το δικό μου πτώμα δεν το μετακινώ
το βάζω να πίνει
κι εκείνο το βράδυ έπληττα
κι άδειαζα το ένα ποτήρι μετά το άλλο..
μέχρι που
άλλαξε βάρδια το σέρβις
κι όσαν από μηχανής θεός,
το νέο ουϊσκυ
μου το έσπρωξε στον πάγκο
μια οπτασία, αν με εννοείτε…..
η πλήξη μου εξανεμίστηκε,
η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα,
τα περασμένα ουϊσκυ ήτο περασμένα.
παράγγειλα κι άλλο.
Μου χαμογέλασε.
Πήρα θάρρος.
Τι ζώδιο είσαι τη ρωτάω.
Μινώταυρος, μου λέει.
Δεν είσαι καλό κορίτσι της απαντάω.
Άκου αγόρι, μου λέει,
πρέπει να ξέρεις πως
ανάμεσα στην έξω
και τη μέσα πλευρά της μπάρας, … χιλιόμετρα..
δε ξέρω
εκείνος ο φθόγγος στο άλφα της λέξης της
μου φάνηκε βραχύς
ένας σωφρονισμένος αιώνας..
κι έτσι χωρίς επίλογή
συνέχισα να πίνω ατάραχος
το χρόνο που χάρισε στον φτωχό
όλο το εργάσιμο βράδυ
η Πένια