Αγωγη Θανατου ( αρ. 13 )


Πορευεσαι τον δρομο του μεγαλειου σου/ εδω κανενας δεν μπορει να ερθει στο κατοπι σου. Το ιδιο σου το ποδι εσβησε πισω σου την στρατα κι απανω εχει γραφτει μοναχα μια λεξη: «αδυνατον»
Φ. Νιτσε- Η πιο σιωπηλη ωρα

—————————


Αιθων επακτηρ καγχαλων αγρευματι.
Η ψυχη εχει το χρωμα του λασπωμενου νερου
αλλα ξερω οτι προκειται για μια μεταμορφωση,
η ψυχη ειναι το δερμα για κατι ακομα βαθυτερο
οπως το σωμα το κανει για εκεινην,
ετσι το κανει κι αυτη. Λοιπον, ναι.
Εχω μπει με πλαστο διαβατηριο σ’εναν κοσμο κυριαρχο
με την φιλοδοξια να κανω αυτο που εκανα παντοτε.
Ουτε τε θηριοις και ανθρωποις δημοσια.
Εκειθε ες τα πανηγυρεις τω εαυτω δυων.
Εκεινο και θαυμαστον. Ετσι σκεφτομουν
μεσα στην ησυχη ανοιξιατικη νυχτια ,
ποιητικα οπως παντα. Και τοτε ηρθες εσυ
και χτυπησες την πορτα , κι εγω ανοιξα.
Αργα την νυχτα ητανε κι εντρομος γυρευες απαντησεις.
Με ρωτησες για τον λανγκρανζιανο φορμαλισμο,
για συστηματα με πεπερασμενο βαθμο ελευθεριας
και την αρχη της ελαχιστης δρασης.
Προσπαθησα να απαντησω στην απελπισια σου
με το αντιθετο προσημο του τρομου, την ευγενεια,
κι εδειξα ολο το φασμα απο ενεργειακες σταθμες,
διαφορετικης αντιληψης, οπου ο ορος ελαχιστη δραση
ειναι παραπλανητικος γιατι δεν εκφραζει υποχρεωτικα
καποιο «σημειο» ελαχιστου.
Διαφορετικες ενεργειακες ζωνες
μ’ ολες τις απαραιτητες συμμετριες διατηρησης
πανω στα υπεροχα θεωρηματα της Noether, ετσι σου ειπα,
και σου εσυρα στο φως της μνημης
εκεινη την συγχρονη Υπατια, που την εσπασε σε ολους
τους ομοχρονους αρσενικους της.
Μιλησαμε επισης για τις πρωτες προσεγγισεις
της εξισωσης Klein-Gordon.
Και ειπαμε οτι τα σωματιδια που περιγραφονται
απο την εξισωση αυτη, τα λεμε μποζονια.
Μαλιστα προσπερασαμε την κβαντωση
του ηχητικου πεδιου και τα φωνονια
δεν μας ενδιαφερει η κβαντικη συμπεριφορα
εντος του κρυσταλλου σαν σωματιδια
με σχεση συχνοτητας-κυματαριθμου σου ειπα
και καναμε λογο για το «κενο»
και τις διακυμανσεις του.
Kατοπιν, πιασαμε να μιλαμε
για την κβαντωση του πεδιου Dirac,
και συμφωνησαμε οτι τα σωματιδια
που περιγραφονται απο την γενικη
λανγκρανζιανη πυκνοτητα
και η οποια καταληγει
στην ελευθερη εξισωση Dirac,
τα λεμε φερμιονια.
Ετσι καταληξαμε στο συμπερασμα,
οτι δεν υφισταται αντικειμενικη υποκειμενικοτητα
και υποκειμενικη αντικειμενικοτητα,
αλλα υποκειμενικοτητα με ταση προς την αντικειμενικοτητα,
και αντικειμενικοτητα με ταση προς την υποκειμενικοτητα.
Καθαρα μεγεθη που δεν θα συναντηθουν ποτε
σε απολυτη τιμη, και αργοτερα θα ονομασθουν
συζυγεις συντεταγμενες
αλλα θα τεινουν σε ενα οριο απροσδιοριστιας,
το οποιο θα τους εξασφαλιζει την οντολογια
του ιδιου τους του εννοιολογικου πεδιου.
Την ιδια τους την υποσταση αφενος μεν,
και την μεταξυ τους διαλεκτικη αφετερου δε
και συμφωνησαμε αυτο να το λεμε συσχετιση
και διεμπλοκη. Και τοτε με ρωτησες, γιατι,
γιατι δεν συνεχιζες με τις φυσικες επιστημες,
Και αναψα τσιγαρο. Και σηκωθηκα απο τον καναπε
και πηγα στο παραθυρο και κοιταξα τον Ουρανο.
Κι ετσι σου ειπα:

-Θεωρω την ποιητικη τεχνη ως τον εξαντλημενο σκοπο της επιστημονικης διαυγασης. Και επιστημη σημαινει μονο ενα πραγμα. Αμφισβητηση. Και η εξηγηση αυτης της νοησιακης καθαροτητας μενει παντοτε ως ανοιχτο ερωτημα ανεπηρεαστο απο εξωλογικα κινητρα.Αυτος ειναι ο οντολογικος εμπειρικος χαρακτηρας του κοινωνικου ντετερμινισμου. Σου επιτρεπει να διαισθανεσαι και να υποθετεις. Αλλα μεχρι εκει.
-Και πως θα ζησεις με τοση ελευθερια σε εναν κοσμο
με περιορισμενους βαθμους ελευθεριας, με ρωτησες.
-Kατα παραθεση στον λανγκρανζιανο φορμαλισμο,
για συστηματα με πεπερασμενο βαθμο ελευθεριας,
ετσι σου υπενθυμησα, και συνεχισα:

-Η λογικη κυριαρχια του Κρατους επανω στις μαζες, ειναι απλως μια αφαιρετικη κατασκευη για τον ελεγχο του πληθυσμου απο μια χουφτα συμφεροντολογους που προσεταιριζονται την κρατικη δομη προς ιδιον ωφελος. Η δομη αυτη οπλιζεται παντοτε με τα συμβολα που την συμφερουν. Συμβολα της πολλαπλοτητας μπαινουν στα μουσεια. Συμβολα της ολιγαρχιας, ριχνονται στις παρελασεις και γινονται σημαιες. Το κρατος εξισωνεται με τον λαο, το εθνος με τον εφοπλιστη, η ευτυχια με τον νομο και την ταξη που αλλοι αποφασιζουν για εσενα, ενω η φυση γινεται εχθρος του κρατους. Η φυση αποφασιζει για ολους. Με καταλαβαινεις? Σε ρωτησα.
-Περιπου, μου ειπες.
-Τον πατερα ενος συντροφου
τον σκοτωσαν οι μπατσοι μεσα στο κελι του
στις φυλακες της Ντακοτα ενω κοιμοταν.
Επειδη εσυ δειχνεις να καταλαβαινεις
περισσοτερα απ’οσα κρυβεις,
να σου πω τι λενε στην φυλη των Λακοτα?
-Τι?

-Αν καποιον τον σκοτωσουν
ενω ονειρευεται,
το ονειρο συνεχιζεται.

-Και τοτε παρακλητικα μου ειπες:
«Τραγουδησε μου κατι, κατι απο τον δικο σου κοσμο»
Οπως το Αγεννητο ξανοιγεται στην Ζωη
και η Ζωη ορμαει στον Θανατο,
ετσι μεσα στο ποιημα, ανοιξα τραγουδι αλλο
κι ετσι εγινα πετροχελιδονο:

Μαντηος αλαου
του τε φρενες εμπεδοι
εισι-
Τω και τεθνειωτι νοον
πορε Περσεφονεια
και περθω, σημαινει ερημωνω
και φαινω σημαινει φανερωνω
και Περσεφονη σημαινει
εκεινην που φανερωνεται
στην ερημωση. Α, η ερημος.
Η περσα γη εντος. Αλαδα
εκει ασκησου, και ν’ αναμενεις
ανοιχτος, συμμετρικος, προσηλωμενος
χωρις προσμονη. O διαβιβαζων οσμας.
Πεποικιλμενος, υφασμενος δια
των εν σωματι καρπων η Ψυχη
οπωρα ομοιω κερασιω γυμνασμενον
ητορ ελαυνει ως Πυλες απεστησασθε
απ’εμαυτου την φθορα κατ’ελαχιστου
την φυσικη οδο και το ποιητικο σθενος
οιο αποσκυθιζει ως αποκειραι τα ωριμα
θνητα.
















Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε


Αγωγη Θανατου ( αρ. 12 )

Αν το προσωπο σου ειναι βαθυ σκοταδι λαμπερο
οξυ ψυχρο και ομορφο οπως το πνευμα οριζει
τον λογο

Κορη και Θυγατερα, να μην λυπασαι
αν ενωπιον του πατρος μιλησεις με γλωσσα
και λυτρωση ψυχης, για οποιον και οτι
βασανιζει ή ατιμαζει την ζωη και το συννεφο.

Η ποιητικη τεχνη, πρωτα απ’ολα ειναι αναγκαιο να πηγαζει απο τ’αφευκτα βαθη του κορμιου. Γιατι το σωμα ειναι η Πυλη της αισθητικης αντιληψης περι την μουσικη. Και η μουσικη ειναι νοηση. Βουληση και σκεψη. Ο ρυθμος ειναι απλως το θεμελιο κινητρο της ορμης. Περα απο την αισθηση ομως, ξανοιγεται η αληθινη τεχνη του πολεμου.

Παρτε 10 σκυλια κι αφηστε τα στην ερημια
σε ενα μηνα θα εχουν ξαναγινει λυκοι, μου ειπε
καποτε η τρυφερη γυναικεια φωνη της μαγισσας.
Αγνες χορευτριες του σκοτους η ομορφια του οποιου
ως αφρογενητη κυπριδα θεα, αγνοει πως οσο
την αβυσσο κοιτας, αλλο τοσο σε κοιταζει κι η αβυσσος.
Καποια ειδη, σκυλοι δεν γινονται ποτε αγαπητη μου.
Λυκοι παραμενουν, στους ιερους αρκαδικους ορκους
των ωραιων ορεων με την ποιητικη γυμνια
στο θυσιαστηριο μπροστα- στου πατερα Λυκου
οραν το εποπτικο, στου κυκλικα, και αμεσα, ή οριζοντια
και εν τοις πνυκασι
ακατανοητα μυστηρια
και της ποιητικης τεχνης
τα βαθη τα ακατοικητα.

και για να στο κανει και πιο ευκολο,
ο ιδιος ο ποιητης ειπε
μπροστα στην παντοδυναμια της πορνης
βγηκε και μιλησε:
πρεπει να σε πληρωσω
ή πρεπει να με πληρωσεις για να κανουμε σεξ,
ιδε η πυστις με υψιλον μικρο μου πλασμα
ομορφο κι ερωτικο.

Γιατι αξιζει να εισαι ενας μικρος επαναστατης
που του περασε απο το μυαλο πως ειναι ποιητης.
Να μην σε γνωριζει κανενας απο βραβεια και γκαλα
Να μην εχεις δημοσιευσει ουτε μια μικρη συλλογη στιχων
σε καποιο εξεχων λογοτεχνικο περιοδικο
ή σε μεγαλοπρεπη βιβλια μουντα με την παραδηλωση:
ΠΡΟΣΟΧΗ AΠΟΡΡΗΤΟΝ
ν’αφηνεις να σε ανακαλυπτει μοναχα
εκεινη η μανια για παραγνωρισμενες μεγαλοφυϊες
να μην εχεις να φας και πως θα την βγαλεις την επαυριο
και διαολε τοσο χαρουμενος ως εισαι
και λυσσασμενος ας εισαι
και μεσα στην πεινα αδελφουλη
να κυλιεσαι στην αναγκη
με θανατο που ξεμακραινεις,
και για τιποτα να μην μπορεις να καυχηθεις
ουτε για δοξα ουτε για αναγνωριση,
να περιοριζεσαι στο να τυπωνεις εσυ το ιδιο το ποιημα ,
σε καποιο blog στο διαδικτυο
ή γραμμενο σε λευκα επιστολοχαρτα, σε τσιγαροχαρτα,
σε κωλοχαρτα, στο σωμα μιας ερωμενης
που πρωτα την εγδυσες
υστερα εγραψες μια ολοκληρη ελεγεια
πανω στο σωμα της και υστερα
μπηκες μεσα της και της εκανες
γλυκο σκληρο βραδυστολο ερωτα
100 φορες δουλεμενος λογος,
χτενισμενος, τορνεμενος,
της αγριμικης σοβαροτητας μια
λεξη που διδεται μοναχα σε εκεινους
που ειτε κατανοουν την τεχνη ειτε οχι
αξιζει να τους χαριστει το δωρο της ζωης.

Η ποιητικη τεχνη, πρωτα απ’ολα ειναι αναγκαιο να πηγαζει απο τ’αφευκτα βαθη του κορμιου. Γιατι το σωμα ειναι η Πυλη της αισθητικης αντιληψης περι την μουσικη. Και η μουσικη ειναι νοηση. Βουληση και σκεψη. Ο ρυθμος ειναι απλως το θεμελιο κινητρο της ορμης. Περα απο την αισθηση ομως, ξανοιγεται η αληθινη τεχνη του πολεμου.

1000χιλιαδες καταληψεις του ερωτα δημιουργουν την λογοτεχνια.
Τα λογια των εραστων, των αληθινα ερωτευμενων
ειναι μια προβα μεγαλης ποιησης.
Κανεις δεν θα μαθει ποτε γιατι
προτιμαμε να κυκλοφοραμε το εργο μας
μ’εναν τροπο που ταιριαζει μονο σε κρυφες προκηρυξεις.
Γιατι παιζουμε αυτο το συστημα σε ολη μας την ζωη.
Την ιδια παρασταση της μουσικης νοησεως δειχνουμε.
Αναμεσα σε νεκροταφεια μπουρδελα νοσοκομεια και μουσεια
ας βρεθει τουλαχιστον ενα μπαρ που να μοιαζει με βιβλιοθηκη
να σερβιρει φθηνα το ποτο, και να παρηγορει την ποιητικη
φωτια που μοιαζει περισσοτερο απ’οσο νομιζετε
με οπλο, παρα με την γελοια πεποιθηση που εχετε
ενος λεπτεπιλεπτου λεκτορα, ενος γαληνιου ακαδημαϊκου,
ή εν παση περιπτωσει καποιου βολικα καλλιεργημενου σωγαμπρου
βορειων προαστιων, που τον εβουτηξε το ντεκορ
του μεγαλου σαλονιου, και τωρα τις νυχτες
μελαγχολει πινωντας μοναχικες σαμπανιες
διπλα στην πισινα.

Οι μεγαλοι συνθετες, πανω στα κενα,
δημιουργουν ρηξεις, πτωσεις πανω στις οποιες,
μουσικες οντοτητες καταπεφτουν κατα ρυθμας,
κατα ριπας τα εκηβολα των λαμπερων θεοτητων
και πτωσεις καθετες ακομα πιο λυρικες,
λυρικες μουντζουρες που καποτε θα γινουν ποιημα.

Η ποιητικη τεχνη, πρωτα απ’ολα ειναι αναγκαιο να πηγαζει απο τ’αφευκτα βαθη του κορμιου. Γιατι το σωμα ειναι η Πυλη της αισθητικης αντιληψης περι την μουσικη. Και η μουσικη ειναι νοηση. Βουληση και σκεψη. Ο ρυθμος ειναι απλως το θεμελιο κινητρο της ορμης. Περα απο την αισθηση ομως, ξανοιγεται η αληθινη τεχνη του πολεμου.

Επειδη ζεις γαρ, μην νομιζεις οτι ζεις γαργαρα.
..παει και κατα πολυ χειροτερα το πραγμα,
αλλα και μεχρι εδω, μια χαρα
(και 3,14 τρομαρες) εισαι.

Ζησε οτι νομιζεις οτι ζεις.
Και οπως σου εχουν κλεισει το ματι επι γης
ετσι κι εμενα το ματι μου εχουν κλεισει επι αβηρος.
Κατι σου κανει εσενα και μας το παιζεις
κατι μου εχει κλεισει το ματι κι εμενα
και δεν παιζω καθολου.
Ναι.
Αν αλλαζω τον κοσμο με τον λογο ?
Ε και? Αλλα ασε με εμενα που ειμαι
κοσμου αλλουνου.
Εσυ κρινεις τωρα κι εγω υποφερω.
Νομος, Δικαστης, Εκτελεστης.
Ενταξει. Υποτιθεται πως γαμας καλυτερα
απο εναν καταραμενο ποιητη, σαν και του
εμον λογου.

Οποτε. Πρακτικα. Πρωκτικα. Πρακτικα.
Πες το οπως νομιζεις. Κανε οτι αστειο συνειρμο
γουσταρεις. Η αυταρεσκεια εμποδιζει τον ερωτα.
Σου ή ως αν δ’ειπειν Σας: ξαναλεω.
Ζησε. Ζηστε. Μπροστα μου δεν εχει νοημα
το καλο και το κακο, δεν ειναι κατι που θα αφηγηθεις
αλλα που ετσι και αλλιως εσυ ο ιδιος θα βιωσεις.
Εγω που ειμαι ποιητης, αληθινος ποιητης,
κανω κι εγω το ιδιο. Αλλα οπως το δει
η βεβαιοτητα, και η σιγουρια σου.

Δειχνω και οριζω ξανα. Ελα μπροστα μου.
Πες μου οταν πεθανεις, οταν αλλαξει η παρασταση
η εικονα, η μορφη, η αντιληψη, πες μου,
τοτε εκει που θα εισαι στην ολοδικια μου χωρα,
αχρονος και τοπος, μητερα και πατερας
ειλικρινα πες μου: θα γουσταρες να σε δικασω
με επιεικεια οπως εσεις τωρα
ακομα και σε τουτη την ηλικια της ανθρωποτητας
με δικαζετε, με περιοριζετε, και υποτιθεται
πως με εκτοπιζετε απο μια υλη
που εγω εχω γεννησει για εσας?

Θα ηθελες να ειμαι ο υλικος εαυτος σου
οταν θα ειμαι συννεφο και ποταμι και θαλασσα
και που,
ουτε συννεφο,
ουτε ποταμι
ουτε θαλασσα θα ειναι?

Μα τι ρωταει ο τρελος ο ερωτευμενος ο ποιητης ο αντιχριστος.

Σημερα μετα την εργασια ειχα προπονηση.
Οση ωρα περιμενα στο παγκακι
παιζοντας με τ’ακροδαχτυλα
ενα τσιγαρο που δεν θα αναψει ποτε,
-ο ποιητης δεν σταματαει την δικια του φλογα,
αυτο πρεπει να το γνωριζετε, να μην τσιμπατε,
-ο ποιητης δεν σταματαει μπροστα στον οργασμο
στην θανατικη ποινη και στον ταφο,
-δεν προσκυνα βραβεια, πλουσια γαμησιατικα
μπραβιλικια, σταριλικια κι οπαδιλικια
-εχει παντοτε τα αυτια του στραμμενα
αυτος ο μπασταρδος, προς καθε ιεροτητα
και ειναι ηχος που αξιζει τον κοπο
και σ’ οτι διαφευγει της φαυλοτητας
ο ποιητης, αυτο το τοσο δυσκολο,
αυτο το τοσο σπανιο κι αυτο που ολοι θελουν,
μεσα στις φοβερες δυσκολιες
των ανετων ημερων σας

– μονο προς οτι θα μπορουσε να τον συγκινησει,
λοιπον ναι, να εξεμεσεις το ενδιαφερον στο ειδος εκεινο,
στην ρατσα των χρησμων, κι αυτο σας εξηγω
κι αυτο προσπαθω γιατι ειναι πολυ σημαντικο
(σημαντικο για εσας τους ιδιους
ανεξαρτητως γεωγραφικου μηκους και πλατους,)
ν’αγγιξεις εναν τετοιο λυκο
εναν ανυποτακτο,ανυπακουο, εναν αμεταχειριστο,
και σ’οτι ο πολεμος ο ιδιος φοβαται,
να ξερεις ειναι μεγαλη μαγκια, οχι μονο γιατι
μπορουμε να υποκριθουμε την χαρα
οπως η εταιρα υποκρινεται την καυλα,
την αμορφωσια οπως η αγνοια επιθυμει
ν’ αρεσει στον εαυτο της,
θα σαστισουμε μπροστα σας πολλες φορες,
για κατι σπουδαιο λες κι επροκειτο,
και ετσι θα συμβει , και ετσι συμβαινει,
ενω απλως πρεπει να βγεις απο το καδρο συντομα
γιατι εισαι μια παραφωνια στις υποθεσεις
που συνεχει το ακτιστο σε προβολικη μορφη-
αορτων κβαντικων διακυμανσεων
στατιστικο βαρος που αποκτα
ακομα και η απροσδιοριστια, ποσο δε μαλλον,
η ασημαντοτητα που οριζει τις πυξιδες των
ηθικα κανονικοποιημενων πραξεων,
των δικων σας πραξεων-

και ονομαζουμε την καταγωγη του χαους
βεβαιοτητα λοιπον, γιατι περι ον γαρ ο λογος,
και ειμαι ακριβης με οτι συμβαινει
ετσι οπως αγεσαι και φερεσαι
στον βωμο του ανηκειν,
ν’ανηκεις στον μπαμπα και στην μαμα,
να εχεις καλοβολο εγκαρδιο φιλο κολλητο
πλην ομως αρεστο, κι ως,
να σ’ αγαπουν οι γυρω κι οι τριγυρω,
να εχεις δουλεια γραφειου
για να σημαινεις αληθεια κατι,
σχεση με προοπτικη τον γαμο,
για να σημαινεις αληθεια κατι,
δυναμη και εξουσια
και να τα κανεις ολα αυτα παρελαση
για να σημαινεις αληθεια κατι,
αλλα μην ειστε τιποτα ομοφυλα
και μου θελετε γονεϊλικια με τα παρενθετα,
να ειστε οπως προβλεπεται η καταστροφη του
συμπαντος κοσμου κατα Διαθηκη
ο κοσμος πρεπει να καταστραφει με τον μπαμπα μπαμπα,
την μανα μανα, τον παππου και την γιαγια στις θεσεις τους
προνομιο, κοινωνικη θεση, πλουτος,
το τι θα πουν οι αλλοι, και ολα αυτα που χρειαζονται
για να διασωθει ενα μεταφυσικο ψεμα,
οι αγκυλωσεις αυτες, οι αντιπροσωπιες, οι μεσιτιες,
το πως θα ζουν οι αλλοι την επισημοτητα τους
για να ζεις εσυ γαληνια την σωστη εθιμοτυπια του
τι εστι φυση και πως εχουν τα πραγματα
κι αποδειξη αυτου-η κεντρικη κρατικη υποσταση
που καθε φορα υπογραφει,
νομος ή δικαιο κι εχετε αληθεια την ατυχια,
εκτελεστικα να προβληθειτε, στ’ασυμφορο
οραν της τετριχωμενης καρδιας
του λελογισμενου αδιανοητου,

κι εβρεχε νευρικα χιονονερο
κι αλλαζε σε ηλιο, και εκοβε
ξαφνικα λεπιδια ψυχρης αερινης
δρασης, και ο ηθικος σας κοσμος
εβασιλευε στα εργοταξια
και στα σαλονια σας
κι αυτοι που εχθες με σφαζατε γιατι ημουν παγανιστης
σημερα με δικαιωνετε για τον ιδιο λογο στην ιδια απομονωση,
στον ιδιο φοβο και εχετε την γελοιοτητα να το αποκαλειτε
κρατος, εθνικισμο, και ολες αυτες τις μαλακιες
που ουτε οι τριχες απο τα γεννητικα σας
δεν εχουν παρει γραμμη.

«Ολα δεξια» μου ελεγε καποτε ενας κυνηγημενος συντροφος που του γουσταρε η 18η Μπρυμαιρ. Γιατι. Τι αλλο εχει κανεις περα απο την ειρωνεια, οταν δεν ξερεις πως ν’αντιδρασεις απεναντι στον θεσμοθετημενο τυραννο που σιωπηλα ολοι σας αποδεχεστε, ετσι και αλλιως και σε καθε εποχη.

Ανεκαθεν επαιρνα λοιπον την κουραση,
την διψα και την πεινα
κι ολα τα ουρλιαχτα
που σας οφειλει η ουτοπια
που σκονταψε στο σωμα
ο πολεμος εκεινος που δεν σταματησε
να κυλαει στις φλεβες ποτε των ποτων,
ετουτος ο νους που τα πιο σπουδαια
κρατικα μυστικα, ωχριουν
και ματαιως βολοδερνουν ενωπιον του
και τουτο το ησυχα μητρικο του πυρος
εχει αφησει το ονομα του λοιπον
χαραγμενο σε ενα οστρακο
μπροστα στις ανασες σας-
τις ιδιες, -κι εκει οπου εταξιδεψε
εγυρισε εντος σας, /αυτο το λετε
αφεση αμαρτιων και το εχετε κανει
εμποριο μεταξυ χριστομιμητου ρασου
κι επαναδιατυπωμενου κορανιου.

Γυμνος ειμαι μπροστα σας.
Και ακομα δεν εχω προσπαθησει
ουτε κατ’ελαχιστον, επι της
σκιερης μου προβολης
της γλυκολαλητης υλης.

Η ποιητικη τεχνη, πρωτα απ’ολα ειναι αναγκαιο να πηγαζει απο τ’αφευκτα βαθη του κορμιου. Γιατι το σωμα ειναι η Πυλη της αισθητικης αντιληψης περι την μουσικη. Και η μουσικη ειναι νοηση. Βουληση και σκεψη. Ο ρυθμος ειναι απλως το θεμελιο κινητρο της ορμης. Περα απο την αισθηση ομως, ξανοιγεται η αληθινη τεχνη του πολεμου.

Αν οντως ειχατε το προνομιο να εχετε ματια για να δειτε
θα σταματουσατε τωρα, τον πολεμο την φτωχια και
ολες αυτες τις παπατζες της οικονομιας που ντροπιαζουν
την επιστημη των μαθηματικων. Καταγραφω απλως,
και εν γρηγορσι, απαριθμω καποια, εθιμα δικα σας,
εθιμα πατριδος, θρησκειας, και οικογενειας.

Δεν τα βαζω ποτε με καποιον που προσπαθει να βαλει σε μια σειρα τα ερειπια του με ειλικρινεια. Το δικο μου χομπι, ειναι οι μηχανισμοι που στελεχωνονται απο θνητους που νομιζουν οτι κατι σημαντικο ειναι ή οτι κανουν, αμφοτεροι εν αμφοτεροις

Οσο πιο δυνατος νομιζεις πως εισαι, εγω ο γυμνος και ο ποιητης, ο εξοριστος και ο σεμνα επανενταγμενος με τους ορους του ειδους μου στην ιστορικη γραμμη που διεπει τα φαλτσα και τις ασυνεπειες ή τις παρετυμολογησεις σας ενωπιον της ατιμης σοβαροτητας εκεινου που ερωτα κι εκεινου που ερωστατει, την λεπτη ετουτη χαραξη, την σκληρη και την απλως ηδονικη-διχως χρημα, χρυσαφι, τιτλους και θαυμαστες, τοτε τοσο πιο πολυ χαιρω την συντριβη, την δικια σου συντριβη . Θελω να το γνωριζεις αυτο. Θελω να κατανοησεις γιατι προκειται να μισησεις τον πολεμο που πραττεις, και ποσο βαθυτερα παει ενα αδυναμο πλασμα σαν και του λογου μου. Ω μεγαλα μου μωρα, πολυ βαθυτερα απο τα φοβερα σας κολπα το ποιημα που βαθαινει και καταστρεφει την καταπλητικη σας εικονα.

Γιατι γουσταρετε λετε τον ανταγωνισμο. Και το εχετε υψωσει ηθικα κατι τετοιο. Ανταγωνιστικοτητα λετε πως ειναι η σημαια σας με την οποια εμψυχωνετε τα συναισθηματα με τα οποια επικοινωνειτε και συνδιαλεγεστε στον μικροκοσμο απο τον οποιο εξερχεστε ως προεδροι, επενδυτες, υποτιθεται ως πολιτικοι καριερας και υποκειμενα αστικης αναθεσης ευθυγραμμισμενα με τις παραγωγικες σχεσεις που καμμια σχεση δεν εχει να κανει με τον αστεγο, την πορνη, τον ανεργο, της διπλανης πορτας, και λοιπους χωροχρονικους μεταναστες των οποιων η καταγραφη μου, αρχειοθετει και αποδελτιωνει. Ετσι και αλλιως.

Γελαω με τα μοντελα των προβλεψεων σας, και τιποτα δεν σας καθεται πλεον σωστα. Ουτε τα μετεωρολογικα σας δελτια, ουτε τα νομπελ οικονομιας, ουτε οι πανισχυροι στρατοι σας.

Ακομα και οι ροπαλοφοροι γοριλες που μισθωνετε για να κρατουν την σωματικη σας ακεραιοτητα οπως εσεις κρατειτε και ονομαζεστε κρατος, μια επιπλεον ψευδαισθηση των εαυτων σας. Αλλα οπως το δει κανεις. Δεν μπορει να κρυφτει ο θνητος, κατω απο τα υποστεγα των κοινωνικοπολιτικων μηχανισμων εκ των οποιων αναρριχωνται οι πιο αδιστακτοι και σχολαστικοι απο εσας, εσυ λοιπον θνητε: απο το ματι του ποιητη, δεν μπορεις να κρυφτεις. Και δεν ειναι καλο αυτο. Και δεν εχει να κανει με μια ανοησια τυπου «πεφτουν οι μασκες». Η αληθεια ανηκει σε αυτους που ακομα τρεμουν μπροστα στο εναρετο της απλοτητας. Αν δυσκολευεσαι να παρεις ανασα, τοτε εσυ ξερεις τι δειχνω.

Κανω ευθυ αναφορα στην τροφη μου. Και ζω οπως τα ζαρια ο εαυτος που ριχνει και φερνει παντα ντορτια γιατι εγω τον ερωτα εκτιμω αν και ειναι αληθεια κατι πολυ σπανιο. Ο ερωτας. Οχι οι ερωτιδεις. Σπηλια ή παλατι, τα ιδια ερειπια λοιπον. Δεν ειναι αυτο το προβλημα. Ποτε δεν ηταν το προβλημα για εναν ποιητη το ντεκορ. Το σπιτι του ποιητη ειναι απλως ενας τοπος που πρεπει να στεγασει τα εκπορνα των ενεργειων του. Αυτο ειναι ενα βιβλιο. Ο,τι για τον ναυτικο μια πυξιδα ή ενας χαρτης, για τον μαγο της φυλης ο θεος, και για τον βασιλια ο ιερεας. Κανεις δεν βλεπει κανεναν, ουδεις ακουει κανεναν.

Τω συνελοντι ειπειν, δεν ξερω για εσας ή για τους ποιητες που αγαπησατε και που εγω οχι. Ομως διατεινομαι μια θεση. Και αυτη η θεση ειναι υπερ αδυναμου, και αμεση συλλογικη εκγυμναση των κοινωνικων συναψεων.

Καπου εκει ας πουμε, κολλαει κατι σαν την ασυμφορη γεννα μου.
Αρκετα συνοπτικο, πλην ομως, η προσεγγιση που σας ταιριαζει, γαντι, ως λετε.






Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε

Αγωγη Θανατου ( αρ. 11 )




Νομιζεις πως τελειωνεις
Σκεπαζει ο υπνος τους ζωντανους
και τους νεκρους
να ζησουν κι αλλο που θελουν
η ζωη σκεπαζει,
ξενερωτοι ζωντανοι που στρωθηκαν
στα ζεστα σαβανα των ονειρων
και δειχνουν κατι ακομα
στις πολλες σημειωσεις
του τι εστι απωλεια φθορα
ή ανασταση. Φυσικα,
οπου υπαρχει μνημη,
υπαρχουν και ταφοι.

Αλλιως, κατσε στο θρονο σου-
νεκρε φορα το στεμμα και σκασε,
ή γινου συννεφο, κεραυνοχαρος
εργατης ακουραστος, μικρουλα ζωη
που σηκωνει το βαρος της
μπροστα στον ηλιο
στην θαλασσα,
στο ψυχος
στην ενταση
στο πλατος
στο διαολο και τα ρολογια
αν πρεπει να εχεις αναγκη
πως να μοιραζεσαι
τροφη και σκεψη
μηκος και υψος
χιλιες φορες νεκρος που θελει να ζησει
παρα ζωντανος που φοβαται να πεθανει
μαλακες οι αλλοι, ναι, αλλα μαλακας και συ.

Αυτοι σκονταφτουν σε μια ευγενεια του κορμιου που δεν βρισκουν, δολοφονουν γινονται εξουσια. Εγω ψαχνω μια επιθετικοτητα στο πνευμα μου. Δεν εχει αγκυλωσεις η μυηση στην μοναξια. Αυτα πρεπει να λες, μονολογους που θα κανεις για να ανυψωσεις απο τον εαυτο σου τον κοσμο. Δημιουργος δεν λες πως εισαι? Ε λοιπον, θα ζησεις την σπαταλη, την εξορια, θα ζησεις και την χαρα ηπιοτερων θλιψεων.

Θα μαθεις οταν τα πραγματα θα ληγουν
την ενοπλη χαρα της αυπνοιας θα μαθεις
αναπαντηντες γεωμετριες που η αδιαφορια
πριν ο χρονος γερασει τις υπογραφει
ως εργο τεχνης τουλαχιστον
και καπου εκει
και καπως ετσι
με τι αλλο
αγνωστος μ’εσενα
οπως με αγνωστους θα ηθελες
παραξενες εικονες
εμφανισεις
ομορφα ρουχα
και τι προεκτεινει
την ελξη,με ποια απο τις πεντε αισθησεις
θα εκπληρωθεις πιο περα απο τον ταφο
που η αντιληψη επιμενει?
Το αιμα κοκκινο και το χρωμα ο χαρτης
Νιωθεις το καλεσμα αλλα τρως τα μουτρα σου
ξανα και ξανα και ξανα.
Θελεις να μαθεις πως συμβαινει το πραγμα?
Η σεμνοτητα σου ειναι μια χυδαια πορνη.
Κι η αναγκη σου να εξουσιαζεις, μια μετριοτητα
λιγοτερο αναγκαια απο την οσμη που βγαζουν τα σκατα.
εσωτερικες αγκυλωσεις,εξωτερικες αγκυλωσεις,
σκεπαζει ο υπνος τους ζωντανους
και τους νεκρους
να ζησουν κι αλλο που θελουν
η ζωη σκεπαζει,
ωστοσο, τωρα μολις αρχιζεις.






Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε

Αγωγη Θανατου ( αρ. 10 )


Αγωγη Θανατου ( αρ. 10 )


Η τελειοτητα που διεκδικω
πληγωνεται στην σεξουλικοτητα της,
αυστηρος πολυ προς καθε τι,
να μην χαριζομαι, το υποδεικνυω συχνα
στα φαλτσα που με διεπουν, δεν πρεπει
σε τιποτα δεν πρεπει να δειλιαζεις,
ετσι νομιζω, κι αυτο επιθυμω,
γιατι φαινεται σαν ν’απολογουμαι
ενω ατομικα δεν το εχω αναγκη,
απλως δεν εχω ξεπερασει
την εμφυτη ταση
του βιολογικου μου φυλου
με την καυλα τ’ουρανου
στην γυναικα στραμμενος,
σαν να φαινεται πως επαιτω
με την παραδοξοτητα του ρακενδυτου
απο τις ζωωδεις παρορμησεις του κορμιου
στην αντιπερα οχθη που δεσποζει
η τρυφεροτητα της θηλιας αρχης της
γεφυρισμοι και λοιποι εμβαθεις ιαμβοι
μιας ευφυους βωμολοχιας.
Αντιλαμβανεσαι
την αχερουσια θλιψη?

Εχω παψει λοιπον, να χτιζω στις γιορτες
στεγες που κομπαζουν για ναοι.

Οπου δεν βλεπω αποδοχη στην ετεροτητα
οπου δεν βλεπω βημα για τον αλλον,
να εκφραστει, την κανω. Εχω αυτην την ανεση.
-και για τουτο, πρεπει να ξεμαθω να αγαπω την γυναικα.
Ολοι οι αντρες ειναι ζητιανοι.
Κι ολες οι γυναικες ειναι εμποροι.
Εμπορευματα εστω. Ερωτιδεις.

Οχι. Εγω αναζητω τον ερωτα.
Τοπο ερημικο,
αυτο εικαζω.
Δεν ξερω πια πως με λενε,
αν ειμαι αντρας ή γυναικα,
τιποτα δεν μου λεει πια τιποτα
περα απο την μοναξια, τον ρυθμο
και την μελωδια



Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε

Αγωγη Θανατου ( αρ. 9 )


Πολλες εμαθα λεξεις στον ανθρωπο μεσα του,
κι αν ειχα μία ακουσει ξαφνικα
που να ‘ταν για τον κοσμο
η πιο σημαντικη, αλιμονο- αυτη ηταν οι ορασεις,
που ξεμαθαν τις γευσεις,
αναζητωντας τον λογο,
που με σιωπη τελει την κυηση,
πριν αποκτησει η νοηση
τον ηχο του σημειου
και την γραμματικη
της ακολουθιας των κοσμηματων.
Βεβαιως η μοναξια σ’ ακολουθει παντου,
στη γη, στον ουρανο, δεν εχει να κανει.

In cauda venenum.
Στα μπαρ, στ’ αυτοκινητα,
στα κρεββατια, στα συννεφα, στους ταφους,
στις σταχτες, στα μαγαζια, στα παρτι,
στον παραδεισο, στην κολαση, στην απατεωνια,
στην ιστορικη πλανη, ακομα και στην αληθεια.
Παντου. Πες το οπως θελεις. Κοινο το αδιεξοδο.
In vino verita..σσσςςς..

Υπαρχει βεβαια καποια δυνατοτητα
τ’ομολογω, κι ισως να μην εχει σημασια πια,
που η απογνωση, σαμπως η απελπισιά
θα τα ονομασουν μ’ αφελη καρδια
αποδραση θα τα λεξουν ολα’ αυτα,
κ’ ειναι η πυλη αυτη που πυλη δεν εχει,
μητε αιπεινη, μηδε ταπεινη,
π’ ανοιγει σπανια και μυστικα,
σας το λεω και να το ξερετε ολα σας καλα,
το υπερτατον θα διδαχθειτε,
διχως δημοφιλια, διχως δοξα καμμια.

Παντα κουβαλας την μοναξια σου,
αναμεσα σε θεους,
αναμεσα σε ανθρωπους,
σε θηρια αναμεσα,
κοβωντας στην μεση-
ακομα και το ιδιο το τιποτα.
Τω συνελοντι ειπειν, φαινεται
εν πληροι ανορθοδόξω μεγαλοπρεπεια,
η μοναδα τελικα
διαιρειται με το μηδεν
εν τρεπει τα εν πορευομένω αισθητα
κι ειναι το απειρο πεπερασμενο
ως απειρο εν απειρω-
μαζι δεμενα ολα σφικτα,
κι η σκεψη ανικανη
τα εμπορευόμενα ζυγιζοντας,
παραλογιζεται υποκειμενικα,
οπως ο μπακαλης στην αγορα 300 γραμμαρια κρεας
ή δυο αγγουρια λυγερα με ποσο χρυσαφι αντιστοιχουν?
Δεν εχει να κανει. Δεν εχει να λεει.
Ο αρχιμπακαλης των μπακαληδων
δεν εχει ματωμενη την ποδια,
σε καποια εν μεσω της νυκτος
αποπληθυσμενη συνεδρια,
για τον προϋπολογισμο του κρατους φερειπειν,
να!, σου δειχνω, σας δειχνω για τα καλα,
μπορειτε να τον δειτε αν φυγετε μακρια
απο τον αγελαιο αχο της κερκιδας,
ν’αγορευει για την αγορα,
ο,τι ο αγιος αγειρει στα μελλοντα ως αξιος,
με την ιδια αναλογια που ενας πρεζεμπορας
διπλα απο καποιο αποικιακο στρατοπεδο,
που φυλαει σκοπια για λογαριασμο
πολλων αρχιμπακαληδων μαζι
στο Ιραν? στο Αφγανισταν? – αδιαφορο που,
ζυγιζει την ανθρωπινη ψυχη,
οπως ο βιολογος προεξοφλει τον υλισμο
προτρεχοντας να ερμηνευσει την υλη
διχως να μπορει να εξηγησει
το πως ο χωρος
γεννα κι ειναι μητερα
μυστηριο και μυηση και μουσικη
(ολβια φωτεινα υπεροχα φτερα), 
κι αυτα που η ποιητικη ενοραση
μεθοδευει, εργαλειοποιει,
για ν’αναδειξει στο λαθος την αναγκαιοτητα
ενω η λογικη της μαθηματικης σκεψης
ακομα αργει, λογικα,
στην αρχη της συμπεριληψης,
την πολλαπλοτητα, ως ταξη
ενος καθαρου συνολου,
σκονταφτει,
και πεφτει χαμω και χτυπα.

Ιδου η ανθρωπινη ψυχη
ζυγιζεται αντικειμενικα
με καθαρο χρυσαφι,
κι αυτο, ακουγεται καλα
γιατι λαμπει ο χρυσος στ’αυτια
σαν να σου ειπε ο θεϊκος Ερως
πως εισαι ο,τι προσκυνα.
Αχ, ναι λοιπον, και τι συμφορα,
ο αρχιμπακαλης δινει εντολη
κι ο αρχιλογιστης εκκινα,
να κανει την παραγωγη
για να κερδιζει συστηματικα,
το καλοκουρδισμενο ρολοϊ της αλχημειας
σαν καποτε, ο αλχημιστης,
ηθελε να μετατρεψει τα σκατα και την σκουρια.

Τωρα ο στρατηγος παταει το κουμπι και πεθαινουμε ολοι.
Τελειωσε η ριμα, και δεν ακουγεται μουσικη πια.
Πολλοι στρατηγοι εχουν μια τοσο κερδωα δυνατοτητα.
Γιατι κι ο πρεζεμπορας να μην πατησει το κουμπι του,
κι ολα τα τσογλανια των μεγαλων μητροπολεων
να λιωσουν την τρυφερη ανθρωπινη νεοτητα
με 10 ευρω το φιξακι. Πιο ευκολα μπορει το διαμαντι
να επετει και να τρακαρει χρημα,
ωστε να κυλησει το γραναζι και η αγορα.

Αναμφισβητητα, μας συνδεουν
ενθετες απεικονισεις ξυνων τιμων
και ατιμων ξυνων απεικονισεων
ειπε ο ποιητης που ηξερε ολιγα μαθηματικα
αν και δεν τον ενδιαφερει κατι τετοιο,
ποτε αλλο πια!


Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε

Αγωγη Θανατου ( αρ. 8 )






Δεν υπαρχει ουτε σπιθαμη κακου στην εξεγερση. Το κακο εχει να κανει με την σπαταλη της συνειδησης κατα την δραση της θελησης. Και καμμια απωλεια της συνειδησης δεν υφισταται κατα την συγκρουση του εκμεταλλευομενου με τον εκμεταλλευτη. Γιατι η εξουσια οταν δομειται απο λιγους για λιγους πανω σε ολους, εχει να περιμαζεψει και να διατηρησει τον μηχανισμο της εμμεσοτητας και της αντιπροσωπευσης της μαζι με τα κερδη της παραγωγικης ταξης της. Ενω αντιθετα, το βαρος που σηκωνει εκεινος που καλειται πρωτα να υιοθετησει την ηθικη κανονικοποιησης της εκμεταλλευτικης ταξης, και μετα βεβαια να υπακουσει σε καθε θεσμικη αδικια και ανισοτητα που νομιμοποιειται απο το πολιτειακο στατους της εκλεγμενης ολιγαρχιας αλλιως ταυτοστιγμη καθισταται παρανομος, η συνειδηση εχει κιολας εκλειψει, ακριβως γιατι η αυθεντια του ειδικου και της μεσιτιας εχει λειτουργησει με τον νομο της αραιωσης. Συνεπως το κακο μπορει να οριστει ως διαδικασια αποσυναγωγη της αμεσοτητας του διεκδικειν. Που εκφραζεται σε επιπεδο τυπικου κρατισμου ως παραχωρηση περιορισμενης εξαιρεσης: καναλιζαρισμενο πολιτικο μενου επιλογων αναμεσα σε αντιπροσωπους του: δεξια πατρις-δεξια θρησκεια-δεξια οικογενεια ή πατριωτικη αριστερα, αριστερη θρησκεια, ή το αντιστοιχο αντιθετο προσημο του γνωστου πυρηνικου πατριαρχικου κορμου.

Το εν τοις πνυκασι αιτημα, βελτιωμενο ή μη- κατα το συμμετρικοτερον, πασων των χειραφετησεων, θα παραμενει παντοτε το κοινοτικο πολιτειακο διακυβευμα στο μελλον μιας κοινωνιας της συλλογικης αυτονομιας. Ειδεμη, στα πλαισια μιας συλλογικης ετερονομιας, αφηνονται υπολοιπα που ισοδυναμουν με κοινωνικη βια που καλλιστα η κοινωνικη φιλοσοφια αποκαλει με καθε επισημοτητα ως κοινωνικη αντιβια, ή ακομα καλυτερα, ως ενοπλη επαναστατικη αντιπαραθεση, ειτε αυτη ερχεται απο πολιτικα υποκειμενα, ειτε αυτη ερχεται απο τα ασυνειδα κομματια μιας κοινωνικης χειροβομβιδας.

Και ειναι κατι που συμβαινει σε καθε εποχη, διχως κανενας Κρεοντας, οσο και αν τελειοποιησει την τεχνολογια με την οποια θα σφιξει τους μηχανισμους ελεγχου επανω στην Αντιγονη, δεν θα καταφερει ποτε να διαπιστωσει ως: Νενικηκα.

Διο του θρονου εστηκα,
αμετοχος,
απομακρος,
εκατειος,
νεκρος
αμπεχομένος, μορμολυκειον νεκυϊα
φερων,
κι επι των ωμων φαρετρα
εχων,
εκ της ιητικης,
της δελφικης ακολουθιας,
εν δε ταις χερσι
λογος
και λεξη
και γραφιδα
την δαιμονος δε αυρα του ποιητη
επει κατακειται κυων,
οιαι θηρευειν εισιν επιτηδειοι
αναξιοι, ασεβαστοι,
και πονηροι κορυνηφοροι
mors ultima ratio
και φωτιες απεριγραπτης γνωσης




Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε

Αγωγη Θανατου ( αρ. 7 )


Σκηνη Πρωτη.
Εχω ξεμεινει στην πολη μονος. Καλοκαιρι στα ντουζενια του. Η μεγαλη μαζα διακοπαρει. Εγω δεν εχω ορεξη να διακοψω απο την βαρυτητα ή τα βδελυγματα της ερημωσεως. Απογοητευσεις, θλιψεις και διαθεση εκτος στυλ, που δεν γουσταρω να ξεφορτωθω. Υπαρχει πολυ σπουδαιος λογος για τουτο. Αλλα δεν ειναι του παροντος να το αφηγηθει κανεις. Ειρησθω εν παροδω το αποτελεσμα εχει σημασια ως προς την Αγωγη Θανατου που ξετυλιγεται στον φυσικο της κωδικα. Ιμονιας μακρας η μεταμορφωση του ευδαιμονικου στο βαθυ φρεαρ του ακραιου ορους των επικλησεων της . Ιδου. Εχω γινει η πυκνοτητα που κουβαλα ο μυημενος ανθρωπος που ξανοιξε μεσοπελαγα στο πιο σκοτεινο ποιητικο δεος. Ιδιαιτερη κατασταση. Βεβαια σιχαινομαι το body touch. Πολλοι φιλοι πολλα γαντια. Ξερεις πως παει. Αλλα σημερα εχω αναγκη να βγω εξω. Οποιος κοσμος εμεινε στην πολη, ας ειναι, δεν με ενδιαφερει καμμια αυστηρη λεπτομερεια για το εναρετο του πνευματος σημερα. Ακομα και τουριστες αγαπω σημερα, δεν εχω προβλημα σημερα, απλως εχω αναγκη να υπαρχουν τα σωματα των αλλων καπου εκει παραδιπλα σε εναν παγκο-αφηρημενα, (και) να παιζει καλη μουσικη, funky, blues, swing, jazz, δεν ξερω, κατι ρετρο σιγουρα, να πινω, κατι βαρυ και παγωμενο, μαυρο ρουμι ή βελγικη μπυρα μοναστηριακη. Και να το νιωθω πως προκειται για μια ανασα πανω απο την τετριμμενη ανασα. Οπως εκεινη που παιρνουν τα δελφινια στην επιφανεια πριν ξαναπεσουν στους βυθους τους. Κατι τετοιο ας υποθεσουμε. Και κανονιζω λοιπον με καποιον φιλο. Μετα τις 12 και βλεπουμε. Καπου κεντρο. Ακροθιγωντας πειραματα μεταξυ downtown, ιστορικου κεντρου, ακομα και στα Εξαρχεια πηγαινω σημερα, Εξαρχεια που εχουν εξατμιστει μεταξυ διμοιριτικου εργοταξιου μετρο και ησυχου μαγαζιου γωνια με εμφυτο ταλεντο στην επαναστατικη υπεραξια της λαϊκης εκδουλευσης που εχει γινει viral στα social. Δεν εχω προβλημα με τιποτα σημερα. Αρκει να βγαλω αυτην τη νυχτα. Επαφη. Αυτο θελω. Ανθρωπινη επαφη απο αποσταση, κι ας μην ξερω κανεναν, παρα μοναχα ενας φιλος ή γνωστος να με συνοδευει, το τονισα αυτο στο τηλεφωνο. Αυτο θελω σημερα. Ουτε σε δικαστες να προσφερω κυαμους, ουτε σε πολεμους σκορδα. Ετσι του τονισα κι ειπε ενταξει, και το κλεισαμε. Και συνεχισα να εργαζομαι.

Σκηνη Δευτερη
Επιστρεφω σπιτι απο την εργασια οπως παντα στις 12 τα μεσανυχτα. Πεταω ρουχα στο σαλονι και μπαινω για μπανιο, βγαινω βρεγμενος κι αφηνω πισω μου νερα. Το πατωμα γλιστραει και το διασκεδαζω γιατι δεν υπαρχει κανενας να μου φωναξει που κανω μια τετοια μαλακια. Στεγνωνω απο την ζεστη στο πενταλεπτο και βαζω καθαρα ρουχα. Μαυρο σλιπ μαυρη φορμα. Ημιγυμνος ανοιγω παγωμενη μπυρα απο το ψυγειο. Μετα παω μπροστα απο τον καθρεφτη και κοιταζομαι. Συμπαθω το γραμμωμενο λεπτολογο ενηλικο σωμα μου και καταφασκω εποπτικα στην ζυγισμενη αθλητικη του ελαστικοτητα. Κατοπιν παω και βαζω μουσικη, ξαπλωνω στον καναπε και περιμενω. Θελω να αρεσω σημερα, να με κοιτουν, να τους αρεσω, και να το αφουγκραζομαι απαθης. Λεω πως θα ειναι ωραια σημερα, και προσπαθω να χαμογελασω για να ανοιξω αυτο το παραθυρο της διαθεσης.

Σκηνη Τριτη.
Τα ματια ανοιγουν. Εχω νευρα. Πολλα νευρα. Εχουν περασει 4 ωρες και τιποτα. Αφαντος ο αλλος. Γενικα ειμαι «στις ωοθηκες μου» απο την αναβλητικοτητα των αλλων, αλλα σημερα, εμφανιζω μια μηδενικη ανοχη στην ματαιωση που μου θυμιζει μια πλουσια πρωην ταβερνιαρισσα που ηταν στα κοκκινα ακομα κι αν στο φαναρι του Συνταγματος περνουσε μπροστα απο το αμαξι ενα μπουγιο νεανικης ερωτιας με Κορεατισσες που βγαζουν βολτα τις φωτογραφικες τους μηχανες. Αλλα σημερα αυτο που βαζει μπροστα την δικια μου μηχανη, ειναι η σπανιοτητα της αναγκης που νιωθω να βγω μετα απο τοσο καιρο κλεισμενος μεσα, με την πολυτιμη παρουσια καποιου γνωστου ή φιλου για μαξιλαρι, για να ακουμπησω λιγο το τομαρι μου στο παθος, στον ιλιγγο και στo ρακι του ποιητη. Αλλα αυτα ειναι σημερα οι αφορμες. Πρεπει να βγω εξω. Αυτο ειναι η ουσια. Κοιταζω τον βελγο λυκακο που με κοιταζει κι εκεινος νωχελικα ετοιμος να σαλταρει προς την πορτα . Εχει φορεσει την πιο ομορφη μουσουδα του ο μπασταρδος. Φυσικα κερδιζει. Τον ετοιμαζω για βολτα. Να περπατησουμε.


Σκηνη Τεταρτη.
Η οδος ονειρων αδεια. Επικρατει η γνωστη πορτοκαλι ησυχια των μεγαλων μητροπολεων. Μεγαλες κι οι αποστασεις αναμεσα στα παρκαρισμενα της αμαξια. Προσπαθω να μαντεψω ποσοι αστοι εχουν φυγει. Να πιασω την ταση συνολικα. Αλλα πιανω με την ακρη του αυτιου ηχους απο πονο και πνιγμο. Υποψιαζομαι. Δενω τον βελγο σε ενα καγκελο. Προχωραω αθορυβα αναμεσα στις σκιες προς την πηγη του πονου. Εξαλλου παντα αυτο κανω σε διαφορα επιπεδα και διαστασεις. Τι αλλαζει τωρα. Τι εχει νοημα οταν εισαι ηδη νεκρος. Σε μια πυλωτη ενας ψηλος προσπαθει να βιασει μια κοπελα. Τι προσπαθει δηλαδη. Την βιαζει ηδη. Την πνιγει με την εσωτερικη κλειδωση του αγκωνα απο τον λαιμο και της χωνεται βιαια απο πισω στα ορθια. Εκεινη δεν αντιστεκεται πλεον. Τρεμει. Φοβαται. Λυγμοι και μικρες συσπασεις τσακισμενου ανθρωπου.

Σκηνη Πεμπτη.
Χωρις να θελω να διακοψω τον αρσενικο απο την βεβαιοτητα του, χωρις καμμια απολυτως διαθεση να ειμαι καποιος ηρωας προς την κοπελα, δοκιμαζω να τονωσω την παιδιαστικη αρπαγη του το ιδιο παιδικα: «Ελα ρε, εισαι πολυ αντρακλας.» Φαινεται σαν να τον ειρωνευομαι. Δεν τον ειρωνευομαι. Απλως μιλω στον καμπουρη με καμπουρισια γλωσσα. Για να πραττει ετσι τοσο αναγκαια το μενος του στην κοπελα, μαλλον θα το θεωρει φυσιολογικο, οποτε του προκρινω την φυσικοτητα επικροτωντας την εντελως καρτουνιστικα ενωπιον του.

Σκηνη Εκτη.
Αφηνει την κοπελα που διπλωνει στην ακμη των τοιχων πανιασμενη, πελιδνη, βεβηλωμενη, κατουρημενη πανω της με το κεφαλι της σαν να ηθελε να γινει ενα με τον τοιχο να περασει απο την αλλη μερια με καποιο τροπο. Γυρναει προς εμενα ο ντουλαπας αρσενικος και μοιαζει με αγριεμενο influencer που επιστρεφει απο το γυμναστηριο της κολασης με την σημαια της εταιρειας αναβολικων να ανεμιζει περηφανα πανω απο το πανακριβο outfit που λανσαρει ενας τυπικος επενδυτης βορειων προαστιων που αγοραζει το δασος που δεν του καθεται με εμπρησμο θειω δικαιωματι.

Σκηνη Εβδομη.
Ο «ντουλαπας » με πλησιαζει εν θερμω και με πιανει απο το αριστερο μπρατσο. Σιχαινομαι το body touch οταν δεν το εγκρινω. Τοτε λειτουργω με ζυγισμενο το ψυχος που προσπαθω με κοπο να μαζευω απο ολες του τις ακρες. Το μπρατσο του βραχιονα μου κλειδωνει με οριζοντια στρεψη απανω στο χερι του, και αλυσιδωτα το σωμα του γινεται μοχλος που τον αναγκαζει να γυρει οπως γερνει το ψηλο δεντρο που κοβει ο υλοτομος φωναζοντας «πεφτει», λοξοτητα που ανοιγει για ενα frame διαδρομο για το κεφαλι του αντιπαλου. Και δεν χανεις τετοια ευκαιρια. Το δεξι κροσε φευγει αμεσα προς το σαγονι και τον βρισκει οπως ο Μαγιακοφσκι που φτυνει και βρισκει κεντρο. Ο ντουλαπας πεφτει κατω. Φευγω πανω του με τα γονατα να μπλοκαρουν τα χερια του στο υψος των ωμων και αρχιζω να καρφωνω στο ματι. 4-5-6-7. Εκει σταματαω. Το 7 ειναι ο αριθμος του θανατου. Σεβω τις παραδοσεις που με διερχονται. Τοσο οσο. Σηκωνομαι. Το προσωπο του αρσενικου βυθισμενο στο αιμα. Το αιμα σκεπαζει το ματι, ρεει προς τα χειλια και αναδιπλωνει ροη προς τον λαιμο. Το σωμα του δεν εμφανιζει αποκριση. Πιανω τον βραχιονα του και εχει ακομα σφυγμο. Γυριζω ελαφρα, κοιτω την κοπελα. Με κοιταει και αυτη. Δεν της μιλαω. Δεν μου μιλαει. Την ξανακοιτω διερευνητικα. Προσπαθω να μαντεψω την φαση της περα απο τα τετριμμενα. Μου χαμογελαει ασθενικα μετα απο λιγο και μου λεει σχεδον αψυχα «ευχαριστω» . Κανω να φυγω. Βλεπω το μπρατσο της ντουλαπας να κανει υποτεινουσα με το πεζοδρομιο. Παω απο πανω του. Ξανακοιτω την εντρομη κοπελα. Με κοιταζει κι εκεινη. Μου χαμογελαει ξανα, λιγο πιο ζωηρα, αλλα το ιδιο αψυχα. Της απαγγελω ενα στιχο του Ομηρου απο την Iλιαδα: «Απαλον τε σφ’ητορ απηυρα» και τοτε το ποδι μου παταει αστραπιαια τον βραχιονα του αρσενικου που σπαει στα δυο, ξεροκλαδο καμμενο με τα οστα της ζωης εξαρθρωμενα. Φτυνω πανω στην εν ειρηνη αναπαυομενη αρσενικη ντουλαπα και φευγω. Δεν εχω ορεξη για εξηγησεις. Και ο βελγος πρεπει να χεσει. Οχι εκει. Καπου αλλου. Εκει ειναι πολυ βρωμικα. Πολυ πατριαρχικα. Θα ψαξουμε να βρουμε καμια στοργικη ελια, καμια εξοριστη απο την Ανοιξη παπαρουνα. Σε φευγατες δαφνες που ριζωσαν εντελει στην σεβαστικη καυλα . Σ’ αντικοινωνικες λεμονιες δεν θ’αρνηθουμε επισης την αναγκη μας. Εκει θα χεσουμε. Σε καθαρα χωματα που μας εγκρινουν και τα εγκρινουμε διχως αηδια και σιχαμαρα στο body touch. Ε? Τι λες και εσυ τετραποδε τριχωτε μου φιλε?

Intermezzo για τιτλους τελους.
(Εσωτερικος στοχασμος στο κεφαλι του βελγου λυκου.)
Η αφηρημενη αλγεβρα της μη παραστατικης γεωμετριας σε βοηθησε να εντοπισεις την ομορφια που σε ενδιαφερει σε ολα τα συμπαντα. Η αρχαια ασιατικη οραση το κανει σημειωτικη παρασταση μεσω του μυθου ( μητερα, μαμα, μαθηση, μουσικη ιδια λεκτικη στρουκτουρα εκ του ετεοελληνικου ρηματος μω) και το συμβολιζει με ενα νημα που δεν κοβεται, δεμενο αμφοτερα στα δαχτυλα δυο αληθινα ερωτευμενων, εκει μεσα που καμμια λεξη και καμια εικονα δεν εισχωρει, καθως οι συμβολισμοι εχουν αποκτησει την μαθηματικη οντοτητα που ρεει με συνειδηση του εαυτου της. Η ελληνικη, η κινεζικη και η γιαπωνεζικη κουλτουρα εχουν παρεμφερεις αναλογιες και ομοιοτητες στο τι ακριβως δειχνουν περι του τι ακριβως συμβαινει. Σημερα οι ανθρωποι αποκαλουν πεπερασμενο και θανατο και τελος, οτι απλως ο ερωτισμος ονομαζει καμπυλες της κυρτοτητας. Αλλα επιπεδα, αλλες ποιοτητες, αλλες συχνοτητες, και δυνατοτητες περα απο καθε απληστη φαντασια και την χαζομαμα του, τον φοβο του πεπερασμενου. Παμε να χεσω οπου με εμπνεει διποδε καραφλε μου φιλε. Oι κουραδες μου σιχαινονται το body touch οταν δεν το εγκρινουν.



Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε

Αγωγη Θανατου (αρ. 4 )

“Make your own rules or be a slave to another man’s.”
– William Blake


«Τοσοι και τοσοι βρισκουν σημερα ωτα ευηκοα. Πως θα μπορουσα ναμαι εγω ενας απο αυτους? Εμενα μοναχα το μεθαυριο μου ανηκει. Μερικοι γεννιουνται μετα θανατον.
Τις προϋποθεσεις υπο τις οποιες γινομαι κατανοητος-υποχρεωτικα κατανοητος-, τις γνωριζω αρκετα καλα. Πρεπει κανεις να ειναι εντιμος στα πνευματικα πραγματα-σκληρα εντιμος- για να ανεχθει και μονο το παθος και τον τονο μου. Πρεπει να ‘χει μαθει να ζει στα ψηλα βουνα και τα σημερινα ελεεινα φληναφηματα της Πολιτικης και της φιλαυτιας των λαων να τα βλεπει κατω χαμηλα του! Να μην νοιαζεται, να μην ρωταει αν η αληθεια ταχα θα ωφελησει ή θα αποβει μοιραια. Ναναι προθυμος ν’αναμετρηθει με ερωτηματα που κανεις σημερα δεν εχει το θαρρος να θεσει. Να χει το θαρρος για το απαγορευμενο, ναναι προορισμενος για τον λαβυρινθο. Ναχει μια πειρα βγαλμενη απο εφτα μοναξιες. Καινουρια αυτια για νεα μουσικη. Καινουρια ματια για οτι πιο απομακρο. Καινουρια συνειδηση για αληθειες ως τα τωρα βουβες. Κι επιπλεον βουληση για μιαν οικονομια υψηλου υφους: ναναι κυριος του σφριγους του, του ενθουσιασμου του. Να σεβεται, να αγαπαει τον εαυτο του, ναναι απολυτα ελευθερος απεναντι του.»
– Ο Αντιχριστος/ Φ. Νιτσε


——————–

α) Ατρυτος ακολουθια εγκειμενης φιλοπονιας



Ηχει ν’ αφηγηθει η λεξη νητρεκως,
ολοκληρωμενη την καυλα της
και χρονιζουσα την αυλη της,
ιπταμενη νεοτητα του θεϊκου της ριγους, Ερωτας,
πανω στην κεκλιμενη ομορφια που μας κουμπωνει,
αντηλια σκια πεπροβλημενου ερωμενον,
και τοξο που δρομωνει,
την γαρ καρδία ή του μυαλου μας την ξωθια
του γαρ αθανατου ερωσιν,
την υποκειμενη περισταση αναλογως,
τα βελη της πεθυμιας διχως ελεος κανενα
καταπανω μας θα ξαμολησει.
Θαναι ερωμενος ή ερωμενη καποτε,
θαναι αγορι ή κοριτσι, νεος ή γερος,
πλουσιος ή φτωχος, αφεντικο για εργατης?
Συ ει.

Στατιστικες κορυφωσεις της εμπειριας γαρ,
σχηματα και μορφες, καπου ή κατι ή καποιον
(κι αληθεια τι)
να κοιταξουμε,
να μιλησουμε, ν’ακουσουμε, και ν’ ακουστουμε,
να αγγιξουμε χαδια με την αφη,
να περιεργαστουμε οσμες ευωδιαστες
να καλοπιαναμε την διαθεση
που συγκινει την ορεξη για να γευτουμε,
αθροιζοντας τα επι μερους δελφικα
εν τω συνολω
την αποκλιθισα πεμπτουσια
που λογαριαζουμε ως γνωθι σαυτον,
με το ισμηνιο καταμετωπο κατοπτρο ακτιστο φως,
οπως αναγνωριζουμε- ή αποδιδουμε- και κοινωνουμε,
λεξεις αψεγαδιαστες απλες που θα ψελλισουμε,
δεος του ιηιου θεου τ’αναδυομενα του ηλιου,
και πριν τοις εξαμετροις τονοις
η προζα της πυθιαδας
οσιος λογος μελικος
κι αιτια που μελλεται
θα δειξει και θα μιλησει:
Συ ει.

Πιανουμε καποτε τις εννοιες
της κοινωνικης μας γλωσσας
που παρελαυνουν παντα νεογεννητες λοξες,
ανεξητητα μπουσουλωντας βρεφικες και αμαιεις,
χελωνες ξεκοιλιαζοντας απο κουνια
και με τα σωθικα του ζωου χορδες
τον οργανωμενο λογο,
τον τροχο,
ή την ενατη συμφωνια,
την αθανατη οδο
μεταξυ θεαομαι και θεω,
και πως θα χωρεσει τελεια βουστροφηδον,
ο Ηρακλειτος στους ελεατες πες,
κι ανακαλυπτουμε κρυφες αντιθεσεις στις αντιθεσεις
και συμφωνιες μυστικες αρμονικες
στις ετεροτητες που δηθεν μας χωριζουν.

Ο λογος ειναι λογος συν αιτια
οπως η πραγματικοτητα
ειναι η πραγματικοτητα
συν κατι ακομα, κι ετσι, αυτο το δυναμει,
περι της αφθαρτοτητας του ιδειν
εν τω γιγνεσθαι τα ισοθεα ως
ων ο λογος και η αναγκη,
εκπληρωθηκαν.

Ηχοι πενθιμοι και λιγοστα τα τσιγαρα της νυχτας τωρα,
εντος της πελιδνης ρεμβης π’οριζει το μοιρολοϊ
τ’αμεταθετα πεπρωμενα σημαντρα του φοβου
που προσπαθουν με συμβολα εξουσιας
να ξορκισουν, ή να πεισουν
μ’ενος εστι χρεια,
και τι δανειστηκε ο Μωαμεθ απο τον Χριστιανισμο
εδω τωρα που σε θαβω μανα,
και πρεπει να εγκαρτερω την αυτιστικη φασαρια
που κανουν τ’αβραμικα δογματα,
και στην σεμνοτητα του λυγμου
βεσπασιανες πονηριες που επεβληθησαν θρησκεια
να υπομενω.

Ιδου, -ιδου, ο ποιητης την μανα του κηδευει.
Μεσα απο την δυσκολια του περνα,
και προσπερνα συνηθειες ιστορικες,
τελεολογικες κακοτοπιες κι οντολογιες
φασιζουσες, ανιερες, οδυρομενες στο εγω-
και κανεις αλλος,
δοκιμασε να γεννηθεις, να παντρευτεις, ή να πεθανεις,
αναμεσα στις πλαστικες γενιες που φυτεψε η Nova Roma,
κι αν ενας γερο Καβαφης στου πονου το κρεβατι εισαι,
υστερα απο μαχες του πνευματος δεκαετεις
για να ορθωσεις πανω τα ασηκωτα ή εστω
σε κινηση να θεσεις εκ νεου την καταδιωγμενη σεπτοτητα,
θα χανεις τον φθογγο της μιλιας οταν το σωμα ξεκουρδιζεται
απο το γηρας που αλαφρωνει απο νεανικες φιλοδοξιες
βαραινοντας τα σωθικα,
και το παπαδαριο θα καιροφυλαχτει στην ακρια της πορτας,
ομολογια δογματος, ορθοδοξη γνησια καισαροπαπικη,
απο τον παραβατη ποιητη
γραπτως στο πινακακι τ’ αλαλου
εδικτα την ακεραιη ψυχη
απο του κουρασμενου σωματος
πνοη απ’ την πνοη του ν’ αποσπασει.

Κι ως που διδασκει εκεινος ο μυημενος στον αερα,
και δια του παραδειγματος,
εδαφος πνευματικο κανενα δεν παραχωρει,
και την ανεγγιχτη λειτουργια του αποχωρισμου
συνεπης μ’ αρχη και με τελος
«Μητερα!» αναφωνει και σπευδει να εξηγηθει:
«Ο ποιητης σου υπερεχει κατ’ ουσιαν,
μ’ολες τις τελετες της ευρεσης
ασυλο στο εξαρνο στηθος,
κι εκεινοι που την φυση αποκοψαν
απο την ερμηνεια του τι εστι θεος,
οσο και να παραποιησουν τα μυστηρια της αναστασης,
ανασταση δεν θα γνωρισουν ποτε,
εκτος απο εσενα μητερα μου Αναστασια,
που σε εχω ορισει κατα το προθεμα ελ,
τ’αχωριστο μοριο ευ, και το καλως ορισμενο ρημα
ισταμαι.

Κλεισου εντος της σκεψης σου και συ ξενε
και κανε το εικονα αν μπορεις,
νιωσε πως συνοδευει η απελπισια του χαμου και της ασεβειας
την αδεσποτη λυρα που εχει κατανοησει
το σωμα, την αρετη και το επεκεινα
και δεν εχει να αποδειξει τιποτα σε κανεναν
γιατι Αδη τον αποκαλει η αγνοια,
και Πλουτωνα η μυηση κι η εποπτεια.

Κοιταξε με λοιπον μεσα σου πως χορευω,
κοιταξτε με ολοι σας καλα,
εσεις στα παροντα- εσεις και στις αφηγησεις κειθε περα,
οπως το χορεψε καθεις που γνωρισε την φυση του βαθια
στις πιο αναλαφρες βαρυτητες της ζωης,
ετσι χορευω ακομα και πανω απο τους νοικιασμενους ταφους
των εν εξωσει νεκυων οικων- τοσο κοστιζει
η μετα θανατον χριστιανικη αγαπη
της αγιας τραπεζας,
μην εχετε αυταπατες.

Ομως ακουσε με εσυ ψυχη σεβαστικη,
ακουγε το πνευμα το de profundis
πως ομιλει στους ταφους,
με λεξεις και υφος και προθεση
απο την ιστορια της αρχεγονης αντιληψης
μεχρι τον ουρανο που το αλλαζειν,
του επιστραφηκε στην πιο τελεια ροη
που θα ξεγυμνωθει το ητορ.
Στις μουσικες παυσεις του μελικου λογου
φυτρωνουν ανθη μαθηματικα,
αρωματα της θαλασσας
και χρωματα των βυθων
αναρπαζονται στα εξευγενισμενα
πλαισια των νυσαιων
επι τη τανυπεπλω θετει,
κι η σπορα απο την αυριανη
δραση των αισθησεων,
με τον πολιτισμο της θεατρικης μασκας
αλας λευκον και μελανος οινος,
μεταμορφωνεται.
Ιδου ο Ιακχος που φανερωνει το φασμα της Κορης
της επαινης κυρας που εμφανιζεται
στην ερημια της εξασκημενης απελπισιας
εκει οπου η συνηθεια της υλικης σκεψης
γιγαντωνεται στον τρομο της απωλειας.
Μητρα της Γης και πατρικη αντανακλαση τ’Ουρανου:
Ο χωρος γεννιεται απο εξισωσεις ιδιοτιμων του εαυτου του
και καταληγει σε μια τανυσμενη καμπυλοτητα των αιτιων
που αλλοτε τον οριζαν ως πιθανοτητα.
Μετρο πραγματων η κλιμαξ.
Γιατι η Ψυχη ειναι δρομος
το Πνευμα κυκλος του
και το Ητορ σε καθε κλιμακωσεις των οδων
συνεχει τις δομες που οδηγουν force
μεσα απο την αναγωγη των αισθησεων
σε χωρικες κλιμακες μη αναγωγιμες εμπειρικα,
δομες του ζην σε αλγεβρες Dirac
και δομες του ζην σε αλγεβρες Lie,
τοπολογικες πολλαπλοτητες
που μοναχα οσοι εχουν ανοιχτο
το ματι της διαφορας και της επαναληψης,
δηλαδη την ατομικοτητα και την συσχετιση,
υλικο-αιτια και πιθανοτητα,
εννοιες που θα ξεδιπλωθουν ως αρετες της ηθικης,
αποδοχη της διαφορετικοτητας ως αμεσης συνεπειας
της δικιας σου ατομικοτητας- και μαθετε το πια:
το ποσο πολυτιμη ειναι η μοναξια!

Συσχετιση, κοινοτητα, οργανωση σε δομες αμεσοτητας,
κυκλικοτητα, φυσικη ισορροπια των κυκλων,
κυκλους που εχει καταγραψει η βουληση
που διαφαινει τον χωρο σε τοπο
και θα ολοκληρωθει ως ακτιστη μνημη
με το βιολογικο μου τελος- οπως μου ειναι ο προορισμος
γεγραμμενη ρητρα του στηθους, τετριχωμενη καρδια,
στον πονο του παροντος, ο ανθρωπος του λεπτου
ιστορικου παροντος , ως αδυνατει να θεσει σε λειτουργια,
παγιδευμενος σε κοινωνικο-κρατικους μηχανισμους
αναθεσης και αντιπροσωπευσης. Τετοια καταντια.
Τετοια καθετοτητα.

Εδω τωρα να, ποσες ωρες στεκω και κλαιω
πανω απο το φερετρο σου γλυκια μου μανουλα,
πιανω το χωμα στη χουφτα και ραινω
τον εκκωφαντικο ψιθυρο της αμμου
οταν ανακατευτει το δακρυ με το βενθος
και πεσει ο κοκκος στην γη,
κρουω τις πυλες του μη αισθητου,
το αυαινοιτο ζην.


Την εσωτερικη κλειστοτητα ετουτη ,
απο τον αυασμο,
εκ της κήδειας σιωπης που αναφαινουν
υμνοι αδιανοητα πιο ιεροι επι διαβατηριων,
την αγωγη εκεινη που μαρτυραει,
πως απο χωρο σαρκα εγινες
κι απο την σαρκα θα γινεις τοπος,
ανεικονικες γεωμετριες μας δινουν και μας παιρνουν
και στο ενδιαμεσο προκυπτουσες δομες της υλης
π’αποκαλουμε στερια, βεβαιοτητα, κοινη λογικη εστω
παραστατικες αντιληψεις της συνειδησης
και μ’ολες τις διαστασεις του κοιμωμενου,
μορφοποιημενες τασεις της αγρυπνης επιθυμιας,
φαντασοι ρευστης σκεψης στην γεωμετρια του ονειρου
κι ας μην λησμονησουμε την μη γραμμικη γεννα του ασυνειδου νοειν,
ω-μεγα, δια του ο-μικρου,
διαβασεις αραχνοϋφαντες
και αμοιβες οξυτατες
περι το ενημμενο,
που ο ατριβης αποκαλει μη υπαρξη,
ο ατυχης μη-ον,
η αξιωματικη αρνηση μηδεν
ενω στους προποδες του Ελικωνα
ατρεπτως η Κλειω μακαρεσσιν ανασσων
περιπλανωμενη αοιδον κελεται,
μουσειον λογο και λογο κλειδωμενο.
Μονο εκεινος που διαπερναει την πιστη
και λαμβανει το λουτρο του στερνου
απο τα βαθη της ανθρωποτητας,
μπορει να δει και ν’ακουσει.


Μητερα σε πενθησα στο φως, κι ειχα κατα νου την δυναμη σου εκεινη
οταν ακομα ησουν ακμαια κι ο τιποτενιος ανθρωπακος σε ειχε απο κοντα,
σε τουτο το αλγος και το πεισμα εμεινα πιστος κι απομακρος,
εδω στην κηδεια σου μανα-μητερα-μανουλα,
και μονο με τον αλλο σου υϊο καταδεχτηκα να αγκαλιαστω
και να βιωσω τον πονο που γεννα τ’ οριστικο , γιατι,
πως να χωρεσεις μανα ολοκληρη στην μνημη , δεν περισσευει
ουτε μια σταλα απο την γευση της μητρικης σου παρουσιας,
ουτε ενας ισκιος δεν θα παρηγορησει την διψα
να πρεπει να σε νιωθω απο ελλειψη τεθεοφορημενη.

Αληθεια μητερα, με λιγους ενωθηκα εξ οσων σου ηρθαν για το στερνο αντιο,
μ’ ελαχιστους ασκηθηκα στην προσωπικη μοναξια,
κι ολοκληρη την πληγη, ομοια με γκρεμο και φαραγγι,
μ’αμαζευτα δακρυα την γεμισα νερο για φλεβα ποταμισια,
κι ουτε σπαταλησα παραπανω απο καμποσα δευτερολεπτα
με τα ημιμαθη υποκειμενα του μονοθεϊσμου.
Στο νεκροδειπνο σου δε, μητερα, τρυφερη μου γριουλα,
μανουλα μου γλυκια, η ειλικρινεια της φυσης του σπλαχνου σου,
αναζητησε το υψηλο, κι αυτο εξηγει λογικα την περιφρονηση
προς ολους μας τους καλεσμενους.


β) Επιμετρο αναθεμα διαβατηριας προζας.

Απο θεοσοφικο και θεοδιδαχτο καθηκον δεν μπηκα μεσα στο κτιριο που κατευφημισμον αποκαλουν ναο οι δυτικοι εκφραστες του Τestimonium Flavianum και καθε ευνουχισμενος και δουλος μιας κρατικης δομης, οπως οι χριστιανοι γαρ, αλλα καθισα ακριβως εξω και απεναντι της πορτας εκεινου του ματαιου οικου, μαζι με τους περιεργους ή τους αγνωστους παρατρεχαμενους μιας θρηνουσας οικογενειας που απλως ντρεπονται να πανε παρα βαθος απο συνεση μαλλον, και κατω απο το πρωτο κυπαρισσι κουκουβα σε σταση νιντζα με το ενα χερι να ακροθιγει χαμω και με τ’ αλλο στο μετωπο να κρυβω δακρυα αδαμαστα, κι οσο ο χαζουλης με τα μαυρα που την εχει δει ιερεας ψελνει τ’αστοχα, αφελη, λογια , τα λογια αυτα που εχει μαθει να παπαγαλιζει ως απευθυνση στους ουρανους που λενε, με πλησιαζει ενας βοηθητικος του, και με ρωταει με χειριστικο εμπαιγμο, «γιατι δεν μπαινω μεσα», «στην μανα μου». «Δεν ανηκω εδω» του λεω, «Δεν εχεις θεο» με ρωταει χωρις ερωτηση, «Δεν χρειαζομαι οτι ειμαι», του απαντω με καθε αινιγμα που επιλυει τις ανοιχτες υποθεσεις.

Αυτο το πριν που κρυβει η σκια του κορμιου , ολογυμνη τουτη η σαρκα και σιωπηλη κι αληθινα μονη, την υπεροχη γυναικα και μητερα απο κοντα πενθω, και με ασφαλεια την οδηγω στην θεϊκη της γυμνια, τουτο που η καρδια ζηταει πισω σ’οτι η νοηση θα ξεπερασει, και δια την απουσια θα μαθει να τικτει ξανα στην ιδια ουσια ο,τι η παρουσια ολοκληρωσε στην απολυτη αφαιρεση της φυης της.













Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε



Αγωγη Θανατου (αρ. 3 )


Ητορ και Πνευμα
και Ψυχη
Στυγος Υδατα
δι’εαυτου τα μελη
τοις χρονοις ελυον,
μη το εμον
οικει νουν
ανευ Τελους
οτε μ’
ου φρονειν νομιζετ’-
εγω δ’ εκων ταυτ’
εν χρω παραπλεω
των εξαγιστων θρονων
Κριτης και Δρυς Ηχουσα




Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε

Αγωγη Θανατου ( αρ. 2)



Αγωγη Θανατου (αρ. 2)

In your own land seek the hidden flame.It is unworthy of man to borrow light from elsewhere
Mansoor Halla
j

———-

Τι εστι παιδεια παρα τοις Αθηναιοις
γλαυκα εντος της πολεως που ηταν
και θα ειναι, το βημα του πατερα
Λυκου
η σωφροσυνη του ενυαλιου νευρου,
ετουτη η αγωγη Θανατου
που η φυση οριζει
αλλα ο Χρονος απαιτει ως τελος,
γιατι το μητρικο ρεει στην ζωη,
οπως η ζωη ειναι με την σειρα της
μια κυηση θανατου,
την ατομικοτητα ανυψωνει, εξισου
ενας Θησεας που την εξουσια ως τιτλο αιματος παυει,
πιο περα απο τους Κρεοντες που προσπαθουν
θεοι να γινουν δια του χρεους,
κι ενω τις λατρειες μου
επισημως ενα Κρατος
ειχε λογου χαρη απαγορεψει,
δευρ’ιτε παντες λαων
η Βια της γλωσσας
με σθενος εχει επιβιωσει,
στον Ουρανο ως εφοδος
το αρτεμες οποταν στις διαπιστωσεις βυθιζεται
πως ο Μινωταυρος κι η Αριαδνη
στον ιδιο λαο ανηκουν,
τερας και ομορφια
στην ιδια παρασταση εργατοσυνης
τον ιππο να ορω,
οχι την ιπποσυνη
και τις ατζεντες των θνητων
που απο τον θρονο τους
νομιζουν πως αφηγουνται την Ιστορια
Ως θελεις να παρεις πισω τα μαρμαρα,
λοιπον, ενω εγω αυτο που θελω ειμαι,
απο της πολλαπλοτητας
την αινιγματικη τοπολογια
απο την οποια εξερχεται καθε φορα
η Νεμεσις,

εγω που ειμαι ο ποιητης
που λεει βρεξε και βρεχει
και που απο πραγματικο δυστυχημα
γεννηθηκα με την σκεψη
στην αρρητη διασταση
της ανοιξης ροδο ροδα γεωγραφια-
και μυστηρια λοιπα που συγκροτουν
σφαιρα απο την πολυσφαιρα μας,

λεω και οριζω: τα λειψανα του ερωτα
το αιμα της τεφρας των αστεριων,
γενομενοι εξ οφθαλμων
ο γελοιος, να φασκει και ν’ αντιφασκει
της φυσις της ποιητικης
οπως το πνευμα κοιταζει την σαρκα
με την ιδια αναλογια που ο ζωντανος
αντικρυζει τον νεκρο
κι οι απαντησεις
χανονται στα πλατη
του απειρου
ταλαντωμενες ετσι κι αλλιως
και απο καθε αποψη,
θεος ως επιστευεται,
αλλα που αθανατου
γυναικα και μνημη
η πολη των αθηνων, λεω
και τουτο οριζω,

ειναι ,ξοινον υδωρ
στον εν αυτω λογο
οτι που φοβασαι
με τον θανατο σου

εσυ λοιπον θνητε,
πες μας,
εισαι ανδρας ή γυναικα
και ποια η καταγωγη σου οταν απελθεις?

Τι ακριβως νομιζεις πως σου συμβαινει
οταν αποθνησκεις? Τι θα σε ησυχαζε ως σκεψη?
Ετσι και αλλιως πανω μου κυλας.
Τωρα με την μορφη του αναγνωστη
που προσπαθει να αναρωτηθει μεταξυ
σοβαρου και αστειου
στην πατριδα της αμφιβολιας ή της αγνοιας,
τι σοβαρες παπαριες μου τσαμπουναει αυτο εδω?




Posted on by giorgos kallergis | Σχολιάστε